γοῆτις: Difference between revisions

From LSJ

ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source
(8)
(1b)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γοῆτις]], η (Α) [[γοώ]]<br />αυτή που μαγεύει («[[γοῆτις]] [[μορφή]]»).
|mltxt=[[γοῆτις]], η (Α) [[γοώ]]<br />αυτή που μαγεύει («[[γοῆτις]] [[μορφή]]»).
}}
{{elru
|elrutext='''γοῆτις:''' ιδος adj. f чарующий, обворожительный (μορφὴ θηλυτέρης Anth.).
}}
}}

Revision as of 07:32, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 500] ιδος, fem. zu γόης, μορφή Strat. 34 (XII, 192).

Spanish (DGE)

-ιδος
embrujadora, encantadora μορφή AP 12.192 (Strat.).

Greek Monolingual

γοῆτις, η (Α) γοώ
αυτή που μαγεύει («γοῆτις μορφή»).

Russian (Dvoretsky)

γοῆτις: ιδος adj. f чарующий, обворожительный (μορφὴ θηλυτέρης Anth.).