γοώ
οὐ βούλομαι δυσχερὲς εἰπεῖν οὐδὲν ἀρχόμενος τοῦ λόγου, οὗτος δ' ἐκ περιουσίας μου κατηγορεῖ → for me—but I wish to say nothing untoward at the beginning of my speech—whereas he prosecutes me from a position of advantage | but for me—I do not wish to say anything harsh at the beginning of the speech, but he prosecutes me from a position of strength
Greek Monolingual
γοῶ (-άω) (Α)
θρηνώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τύποι γόος και γοώ ανάγονται σε IE gŏu / gou∂ «φωνάζω, κραυγάζω». Το ρ. γοώ εμφανίζει όμοιο σχηματισμό με ρήματα του τύπου βοώ «καλώ κάποιον φωνάζοντας», μυκώμαι «μουγκρίζω». Η σημασία του ελλ. τ. δεν συμπίπτει πλήρως με τη σημασία τών αντίστοιχων τύπων τών άλλων γλωσσών (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. gikewen «ονομάζω», αγγλοσαξ. cīegan «ονομάζω, καλώ», αρχ. ινδ. jόguve «προφέρω με δυνατή φωνή»). Ο τ. γόος αποτελεί υστερογενή σχηματισμό].