Κηφίσιος: Difference between revisions
From LSJ
μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so
(20) |
(3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[Κηφίσιος]], δωρ. τ. Καφίσιος, -ία, -ον (Α) [[Κηφισός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Κηφισό<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[Κηφίσιος]] (ενν. <i>μήν</i>)<br />[[ονομασία]] ενός [[μήνα]] στην Κω. | |mltxt=[[Κηφίσιος]], δωρ. τ. Καφίσιος, -ία, -ον (Α) [[Κηφισός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Κηφισό<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[Κηφίσιος]] (ενν. <i>μήν</i>)<br />[[ονομασία]] ενός [[μήνα]] στην Κω. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Κηφίσιος:''' дор. Κᾱφίσιος 3 (φῑ) кефисский Pind. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:36, 31 December 2018
English (LSJ)
Dor. Κᾱφ-, ὁ (sc. μήν), name of month at Cos, SIG 953.27 (ii B.C.).
Greek Monolingual
Κηφίσιος, δωρ. τ. Καφίσιος, -ία, -ον (Α) Κηφισός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Κηφισό
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ Κηφίσιος (ενν. μήν)
ονομασία ενός μήνα στην Κω.
Russian (Dvoretsky)
Κηφίσιος: дор. Κᾱφίσιος 3 (φῑ) кефисский Pind.