Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κυνηγέτις: Difference between revisions

From LSJ

Γυναῖκα θάπτειν κρεῖσσόν ἐστιν ἢ γαμεῖν → Sepelire satius feminam quam ducere → Ein Weib bestatten, besser ist's als heiraten

Menander, Monostichoi, 95
(5)
(3)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κῠνηγέτις:''' -ιδος, ἡ, θηλ. του [[κυνηγέτης]].
|lsmtext='''κῠνηγέτις:''' -ιδος, ἡ, θηλ. του [[κυνηγέτης]].
}}
{{elru
|elrutext='''κῠνηγέτις:''' ιδος adj. f охотничья ([[αἰγανέη]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 07:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠνηγέτις Medium diacritics: κυνηγέτις Low diacritics: κυνηγέτις Capitals: ΚΥΝΗΓΕΤΙΣ
Transliteration A: kynēgétis Transliteration B: kynēgetis Transliteration C: kynigetis Beta Code: kunhge/tis

English (LSJ)

ιδος, ἡ, fem. of κυνηγέτης (q.v.).

Greek (Liddell-Scott)

κῠνηγέτις: -ιδος, ἡ, θηλ. τοῦ κυνηγέτης, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

κυνηγέτις, -ιδος και κυνηγέτρια, -ίας, ἡ (Α)
βλ. κυνηγέτης.

Greek Monotonic

κῠνηγέτις: -ιδος, ἡ, θηλ. του κυνηγέτης.

Russian (Dvoretsky)

κῠνηγέτις: ιδος adj. f охотничья (αἰγανέη Anth.).