κυνηγέτις: Difference between revisions
From LSJ
Γυναῖκα θάπτειν κρεῖσσόν ἐστιν ἢ γαμεῖν → Sepelire satius feminam quam ducere → Ein Weib bestatten, besser ist's als heiraten
(5) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κῠνηγέτις:''' -ιδος, ἡ, θηλ. του [[κυνηγέτης]]. | |lsmtext='''κῠνηγέτις:''' -ιδος, ἡ, θηλ. του [[κυνηγέτης]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κῠνηγέτις:''' ιδος adj. f охотничья ([[αἰγανέη]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ιδος, ἡ, fem. of κυνηγέτης (q.v.).
Greek (Liddell-Scott)
κῠνηγέτις: -ιδος, ἡ, θηλ. τοῦ κυνηγέτης, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
κυνηγέτις, -ιδος και κυνηγέτρια, -ίας, ἡ (Α)
βλ. κυνηγέτης.
Greek Monotonic
κῠνηγέτις: -ιδος, ἡ, θηλ. του κυνηγέτης.
Russian (Dvoretsky)
κῠνηγέτις: ιδος adj. f охотничья (αἰγανέη Anth.).