πλεῦν: Difference between revisions
From LSJ
Δοῦλος πεφυκὼς εὐνόει τῷ δεσπότῃ → Hero bene cupias servitutem serviens → Sei deinem Herrn, bist du auch Sklave, wohlgesinnt
(6) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πλεῦν:''' Ιων. και Δωρ. αντί [[πλέον]], ουδ. αντί [[πλέων]]· γεν. <i>πλεῦνος</i>, πληθ. [[πλεῦνες]]. | |lsmtext='''πλεῦν:''' Ιων. και Δωρ. αντί [[πλέον]], ουδ. αντί [[πλέων]]· γεν. <i>πλεῦνος</i>, πληθ. [[πλεῦνες]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πλεῦν:''' adv. = [[πλέον]] III. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:04, 31 December 2018
English (LSJ)
πλεῦνος, πλεῦνες, Ion. forms;
A v. πλείων.
Greek (Liddell-Scott)
πλεῦν: πλεῦνος, πλεῦνες, Ἰων. τύποι· ἴδε ἐν λ. πλείων.
French (Bailly abrégé)
neutre ion. de πλείων.
Greek Monolingual
τὸ, Α
ιων. τ. βλ. πλείων.
Greek Monotonic
πλεῦν: Ιων. και Δωρ. αντί πλέον, ουδ. αντί πλέων· γεν. πλεῦνος, πληθ. πλεῦνες.
Russian (Dvoretsky)
πλεῦν: adv. = πλέον III.