ὀφθῆναι: Difference between revisions

From LSJ

σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος → an infant of mixed appearance, born to sterility

Source
(5)
(3b)
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀφθῆναι:''' Παθ. απαρ. αορ. αʹ του [[ὁράω]]· ὀφθήσομαι, Παθ. μέλ.
|lsmtext='''ὀφθῆναι:''' Παθ. απαρ. αορ. αʹ του [[ὁράω]]· ὀφθήσομαι, Παθ. μέλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀφθῆναι:''' aor. inf. к [[ὁράω]].
}}
}}

Revision as of 08:04, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

sert d’inf. ao. Pass. à ὁράω.

Greek Monotonic

ὀφθῆναι: Παθ. απαρ. αορ. αʹ του ὁράω· ὀφθήσομαι, Παθ. μέλ.

Russian (Dvoretsky)

ὀφθῆναι: aor. inf. к ὁράω.