ἑκατογκάρανος: Difference between revisions
From LSJ
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
(10) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἑκατογκάρανος]] και ἑκατογκάρηνος, -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[εκατό]] κεφάλια. | |mltxt=[[ἑκατογκάρανος]] και ἑκατογκάρηνος, -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[εκατό]] κεφάλια. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἑκατογκάρᾱνος:''' (κᾰ) Aesch. = [[ἑκατογκέφαλος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:04, 31 December 2018
English (LSJ)
[κᾰ], ον, = sq., A.Pr.355.
Greek (Liddell-Scott)
ἑκᾰτογκάρᾱνος: -ον, = τῷ ἑπομ., Αἰσχύλ. Πρ. 353.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à cent têtes.
Étymologie: ἑκατόν, κάρηνον.
Spanish (DGE)
(ἑκᾰτογκάρᾱνος) -ον
• Prosodia: [-κᾰ-]
de cien cabezas τέρας ἑ. de Tifón, A.Pr.353.
Greek Monolingual
ἑκατογκάρανος και ἑκατογκάρηνος, -ον (Α)
αυτός που έχει εκατό κεφάλια.
Russian (Dvoretsky)
ἑκατογκάρᾱνος: (κᾰ) Aesch. = ἑκατογκέφαλος.