μακεδονίζω: Difference between revisions

From LSJ

θεοῦ θέλοντος κἂν ἐπὶ ῥιπὸς πλέοις → if God willed it, you could sail even on a straw mat | God willing, you may voyage on a mat

Source
(23)
(3)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[μακεδονίζω]]) [[Μακεδονία]]<br />[[μιλώ]] τη διάλεκτο τών Μακεδόνων και φέρομαι όπως οι Μακεδόνες («μακεδονίζοντας τ' [[οἶδα]] πολλοὺς τῶν Ἀττικῶν διὰ τὴν ἐπιμιξίαν», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανήκω]] στη φιλομακεδονική [[μερίδα]], [[είμαι]] με το [[μέρος]] τών Μακεδόνων («οὗτοι γὰρ [[ἦσαν]] oἱ [[μάλιστα]] [[τότε]] μακεδονίζοντες», <b>Πολ.</b>).
|mltxt=(Α [[μακεδονίζω]]) [[Μακεδονία]]<br />[[μιλώ]] τη διάλεκτο τών Μακεδόνων και φέρομαι όπως οι Μακεδόνες («μακεδονίζοντας τ' [[οἶδα]] πολλοὺς τῶν Ἀττικῶν διὰ τὴν ἐπιμιξίαν», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανήκω]] στη φιλομακεδονική [[μερίδα]], [[είμαι]] με το [[μέρος]] τών Μακεδόνων («οὗτοι γὰρ [[ἦσαν]] oἱ [[μάλιστα]] [[τότε]] μακεδονίζοντες», <b>Πολ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''μᾰκεδονίζω:''' <b class="num">1)</b> быть на стороне македонян, принадлежать к македонофильской партии Polyb., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> говорить по-македонски Plut.
}}
}}

Revision as of 08:04, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

1 être du parti des Macédoniens;
2 parler macédonien.
Étymologie: Μακεδών.

Greek Monolingual

μακεδονίζω) Μακεδονία
μιλώ τη διάλεκτο τών Μακεδόνων και φέρομαι όπως οι Μακεδόνες («μακεδονίζοντας τ' οἶδα πολλοὺς τῶν Ἀττικῶν διὰ τὴν ἐπιμιξίαν», Αθήν.)
αρχ.
ανήκω στη φιλομακεδονική μερίδα, είμαι με το μέρος τών Μακεδόνων («οὗτοι γὰρ ἦσαν oἱ μάλιστα τότε μακεδονίζοντες», Πολ.).

Russian (Dvoretsky)

μᾰκεδονίζω: 1) быть на стороне македонян, принадлежать к македонофильской партии Polyb., Plut.;
2) говорить по-македонски Plut.