κέκλικα: Difference between revisions

From LSJ

οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain

Source
(5)
(2b)
 
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κέκλῐκα:''' παρακ. του [[κλίνω]]· κέκλῐμαι, Παθ. κέκλῐτο, Επικ. γʹ ενικ. Παθ. υπερσ.
|lsmtext='''κέκλῐκα:''' παρακ. του [[κλίνω]]· κέκλῐμαι, Παθ. κέκλῐτο, Επικ. γʹ ενικ. Παθ. υπερσ.
}}
{{elru
|elrutext='''κέκλῐκα:''' pf. к [[κλίνω]].
}}
}}

Latest revision as of 08:08, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

pf. Act. de κλίνω.

Greek Monotonic

κέκλῐκα: παρακ. του κλίνω· κέκλῐμαι, Παθ. κέκλῐτο, Επικ. γʹ ενικ. Παθ. υπερσ.

Russian (Dvoretsky)

κέκλῐκα: pf. к κλίνω.