Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εἵαται: Difference between revisions

From LSJ

Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.

Source
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εἵαται:''' [[εἵατο]], Επικ. αντί [[ἧνται]], <i>ἦντο</i>, γʹ πληθ. ενεστ. και παρατ. του [[ἧμαι]].
|lsmtext='''εἵαται:''' [[εἵατο]], Επικ. αντί [[ἧνται]], <i>ἦντο</i>, γʹ πληθ. ενεστ. και παρατ. του [[ἧμαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''εἵᾰται:''' = [[ἕαται]].
}}
}}

Revision as of 08:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἵαται Medium diacritics: εἵαται Low diacritics: είαται Capitals: ΕΙΑΤΑΙ
Transliteration A: heíatai Transliteration B: heiatai Transliteration C: eiatai Beta Code: ei(/atai

English (LSJ)

εἵατο, Ep. 3pl. pres. and impf. of ἧμαι.    II εἴατο, Med. form for ἦσαν (impf. of εἰμί sum), read by Aristarch. in Od.20.106.    2 εἵατο, 3pl. plpf. Med. of ἕννυμι.

Greek (Liddell-Scott)

εἵαται: εἵατο, Ἐπ. γ΄ πληθ. ἐνεστ. καὶ παρατ. τοῦ ἧμαι: - ἐν Ὀδ. Υ. 106 ὁ Ἀρίσταρχ. ἀνεγίνωσκεν εἴατο (ἤατο Monro), μέσ. τύπος ἀντὶ τοῦ ἦσαν (παρατ. τοῦ εἰμί).

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. prés. épq. de ἧμαι.

English (Autenrieth)

see ἧμαι.

Spanish (DGE)

v. ἧμαι.

Greek Monotonic

εἵαται: εἵατο, Επικ. αντί ἧνται, ἦντο, γʹ πληθ. ενεστ. και παρατ. του ἧμαι.

Russian (Dvoretsky)

εἵᾰται: = ἕαται.