διαμαστιγόω: Difference between revisions
From LSJ
Ἐχθροῦ παρ' ἀνδρὸς οὐδέν ἐστι χρήσιμον → Inimicus homo nil umquam praestat utile → Von einem Feind kommt niemals etwas Nützliches
(3) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διαμαστῑγόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[μαστιγώνω]] αυστηρά, σε Πλάτ. | |lsmtext='''διαμαστῑγόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[μαστιγώνω]] αυστηρά, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διαμαστῑγόω:''' избивать плетью, беспощадно сечь (διαμεμαστιγωμένος καὶ οὐλῶν [[μεστός]] Plat.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:24, 31 December 2018
English (LSJ)
A scourge severely, Phld.Rh.2.298 S.:—Pass., bear marks of scourging, Pl.Grg.524c.
Greek (Liddell-Scott)
διαμαστῑγόω: αὐστηρῶς μαστιγώνω, Πλάτ. Γοργ. 524Ε.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
fouetter durement.
Étymologie: διά, μαστιγόω.
Spanish (DGE)
azotar, flagelar fuertemente s.cont., Phld.Rh.2.298
•fig. (τὸ ἐν ἡμῖν θυμοειδές) Gal.5.20, en v. pas. (ψυχή) διαμεμαστιγωμένη καὶ οὐλῶν μεστὴ Pl.Grg.524e.
Greek Monotonic
διαμαστῑγόω: μέλ. -ώσω, μαστιγώνω αυστηρά, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
διαμαστῑγόω: избивать плетью, беспощадно сечь (διαμεμαστιγωμένος καὶ οὐλῶν μεστός Plat.).