Κοίλη: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
(5) |
(3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Κοίλη:''' ἡ, θηλ. του [[κοῖλος]], όνομα ενός <i>δήμου</i> της Αττικής, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''Κοίλη:''' ἡ, θηλ. του [[κοῖλος]], όνομα ενός <i>δήμου</i> της Αττικής, σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Κοίλη:''' ἡ Кела (дем в атт. филе [[Ἱπποθωντίς]]) Her., Dem. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A v. κοῖλος 1.2. κοιλήπατα, τά, giblets of poultry, Gloss.
French (Bailly abrégé)
(ἡ) :
Koilè, dème attique de la tribu Hippothoontide.
Greek Monotonic
Κοίλη: ἡ, θηλ. του κοῖλος, όνομα ενός δήμου της Αττικής, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
Κοίλη: ἡ Кела (дем в атт. филе Ἱπποθωντίς) Her., Dem.