διενεκτέον: Difference between revisions
From LSJ
Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft
(4) |
(1b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διενεκτέον:''' ρημ. επίθ. του [[διαφέρω]], πρέπει να αριστεύσουμε, σε Λουκ. | |lsmtext='''διενεκτέον:''' ρημ. επίθ. του [[διαφέρω]], πρέπει να αριστεύσουμε, σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διενεκτέον:''' adj. verb. к [[διαφέρω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:28, 31 December 2018
English (LSJ)
(διαφέρω)
A one must excel, Luc.Astr.1.
Greek (Liddell-Scott)
διενεκτέον: ῥημ ἐπίθ. τοῦ διαφέρω, πρέπει τις νὰ ὑπερέχῃ, Λουκ. Ἀστρολ. 1.
Spanish (DGE)
1 hay que destacar, hay que descollar c. ac. rel. οὐδὲ διδασκαλίην ἐπαγγέλλεται ὅκως ταύτην τὴν μαντοσύνην δ. Luc.Astr.1.
2 hay que establecer distinciones c. dat. agente φιλοσοφίᾳ ... οὐ δ. ὑπὲρ τῶν ὀνομάτων la filosofía no debe establecer diferencias en razón de los términos Synes.Regn.21 (p.51).
Greek Monotonic
διενεκτέον: ρημ. επίθ. του διαφέρω, πρέπει να αριστεύσουμε, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
διενεκτέον: adj. verb. к διαφέρω.