διενεκτέον: Difference between revisions

From LSJ

Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft

Menander, Monostichoi, 307
(4)
(1b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διενεκτέον:''' ρημ. επίθ. του [[διαφέρω]], πρέπει να αριστεύσουμε, σε Λουκ.
|lsmtext='''διενεκτέον:''' ρημ. επίθ. του [[διαφέρω]], πρέπει να αριστεύσουμε, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''διενεκτέον:''' adj. verb. к [[διαφέρω]].
}}
}}

Revision as of 08:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διενεκτέον Medium diacritics: διενεκτέον Low diacritics: διενεκτέον Capitals: ΔΙΕΝΕΚΤΕΟΝ
Transliteration A: dienektéon Transliteration B: dienekteon Transliteration C: dienekteon Beta Code: dienekte/on

English (LSJ)

(διαφέρω)

   A one must excel, Luc.Astr.1.

Greek (Liddell-Scott)

διενεκτέον: ῥημ ἐπίθ. τοῦ διαφέρω, πρέπει τις νὰ ὑπερέχῃ, Λουκ. Ἀστρολ. 1.

Spanish (DGE)

1 hay que destacar, hay que descollar c. ac. rel. οὐδὲ διδασκαλίην ἐπαγγέλλεται ὅκως ταύτην τὴν μαντοσύνην δ. Luc.Astr.1.
2 hay que establecer distinciones c. dat. agente φιλοσοφίᾳ ... οὐ δ. ὑπὲρ τῶν ὀνομάτων la filosofía no debe establecer diferencias en razón de los términos Synes.Regn.21 (p.51).

Greek Monotonic

διενεκτέον: ρημ. επίθ. του διαφέρω, πρέπει να αριστεύσουμε, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

διενεκτέον: adj. verb. к διαφέρω.