καθελκόομαι: Difference between revisions
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
(6_20) |
(2b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καθελκόομαι''': Παθ. πληροῦμαι ἑλκῶν, Ἱππ. 1213D· καθελκωθεὶς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 10· ― καθέλκωσις, ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ προηγ., ἴδε [[καθήγησις]]. | |lstext='''καθελκόομαι''': Παθ. πληροῦμαι ἑλκῶν, Ἱππ. 1213D· καθελκωθεὶς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 10· ― καθέλκωσις, ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ προηγ., ἴδε [[καθήγησις]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κᾰθελκόομαι:''' покрываться язвами или ранами Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:32, 31 December 2018
English (LSJ)
Pass.,
A break out into ulcers, Χείλεα καθηλκωμένα Hp. Epid.7.11; but καθελκωθείς covered with wounds, Arist.HA621a20.
German (Pape)
[Seite 1283] in Geschwüre ausbrechen, eitern; Arist. H. A. 9, 37; Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
καθελκόομαι: Παθ. πληροῦμαι ἑλκῶν, Ἱππ. 1213D· καθελκωθεὶς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 10· ― καθέλκωσις, ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ προηγ., ἴδε καθήγησις.
Russian (Dvoretsky)
κᾰθελκόομαι: покрываться язвами или ранами Arst.