καλλίχοιρος: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
(18)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καλλίχοιρος]], -ον (Α)<br />(για θηλυκό χοίρο) αυτός που γεννά καλούς χοίρους («εἰσὶ δὲ τῶν ὑῡν αἱ μὲν εὐθὺς καλλίχοιροι», <b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=[[καλλίχοιρος]], -ον (Α)<br />(για θηλυκό χοίρο) αυτός που γεννά καλούς χοίρους («εἰσὶ δὲ τῶν ὑῡν αἱ μὲν εὐθὺς καλλίχοιροι», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''καλλίχοιρος:''' (λῐ) имеющий красивых поросят (ὗς Arst.).
}}
}}

Revision as of 08:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλίχοιρος Medium diacritics: καλλίχοιρος Low diacritics: καλλίχοιρος Capitals: ΚΑΛΛΙΧΟΙΡΟΣ
Transliteration A: kallíchoiros Transliteration B: kallichoiros Transliteration C: kallichoiros Beta Code: kalli/xoiros

English (LSJ)

[ῐ], ον,

   A with fine pigs, ὗς Arist.HA573b12.

German (Pape)

[Seite 1311] mit schönen Ferkeln, Arist. H. A. 6, 18.

Greek (Liddell-Scott)

καλλίχοιρος: -ον, ἐπὶ τῆς ὑός, «γουρούνας», ἡ γεννῶσα καλοὺς χοίρους, «εἰσὶ δὲ τῶν ὑῶν αἱ μὲν εὐθὺς καλλίχοιροι μόνον, αἱ δὲ ἐπαυξανόμεναι» Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 29.

Greek Monolingual

καλλίχοιρος, -ον (Α)
(για θηλυκό χοίρο) αυτός που γεννά καλούς χοίρους («εἰσὶ δὲ τῶν ὑῡν αἱ μὲν εὐθὺς καλλίχοιροι», Αριστοτ.).

Russian (Dvoretsky)

καλλίχοιρος: (λῐ) имеющий красивых поросят (ὗς Arst.).