ἀμπεπαλών: Difference between revisions

From LSJ

αὐτῇ καθ' αὑτὴν εἰλικρινεῖ τῇ διανοίᾳ χρώμενος → by using his mind alone by itself and uncorrupted

Source
(2)
(1)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμπεπαλών:''' Επικ. αντί <i>ἀναπεπαλών</i>, αναδιπλ. μτχ. αορ. βʹ του [[ἀναπάλλω]].
|lsmtext='''ἀμπεπαλών:''' Επικ. αντί <i>ἀναπεπαλών</i>, αναδιπλ. μτχ. αορ. βʹ του [[ἀναπάλλω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμπεπαλών:''' эп. part. aor. 2 к [[ἀναπάλλω]].
}}
}}

Revision as of 08:52, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 129] s. ἀναπάλλω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμπεπαλών: ἴδε ἐν λ. ἀναπάλλω.

French (Bailly abrégé)

part. ao.2 épq. de ἀναπάλλω.

English (Autenrieth)

see ἀναπάλλω.

Greek Monotonic

ἀμπεπαλών: Επικ. αντί ἀναπεπαλών, αναδιπλ. μτχ. αορ. βʹ του ἀναπάλλω.

Russian (Dvoretsky)

ἀμπεπαλών: эп. part. aor. 2 к ἀναπάλλω.