περιστρωφάομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(6)
(3b)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περιστρωφάομαι:''' θαμιστικό του <i>περιστρέφομαι</i>, <i>περιστρωφώμενος πάντα τὰ χρηστήρια</i>, [[τριγύρω]] σε όλα τα [[μαντεία]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''περιστρωφάομαι:''' θαμιστικό του <i>περιστρέφομαι</i>, <i>περιστρωφώμενος πάντα τὰ χρηστήρια</i>, [[τριγύρω]] σε όλα τα [[μαντεία]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''περιστρωφάομαι:''' [frequ. к περιστρέφομαι] обходить кругом (πάντα τὰ χρηστήρια Her.).
}}
}}

Revision as of 08:52, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

περιστρωφάομαι: θαμιστ. τοῦ περιστρέφομαι, περιστρωφώμενος πάντα τὰ χρηστήρια, περιερχόμενος πάντα τὰ μαντεῖα, Ἡρόδ. 8. 135· περιστρωφῶντο δ’ ὀπωπαὶ Κόϊντ. Σμ. 12. 404.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
parcourir, acc..
Étymologie: περιστροφή.

Greek Monotonic

περιστρωφάομαι: θαμιστικό του περιστρέφομαι, περιστρωφώμενος πάντα τὰ χρηστήρια, τριγύρω σε όλα τα μαντεία, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

περιστρωφάομαι: [frequ. к περιστρέφομαι] обходить кругом (πάντα τὰ χρηστήρια Her.).