μικρόσοφος: Difference between revisions
From LSJ
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
(25) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μικρόσοφος]], -ον (Α)<br />ο [[σοφός]] σε μικρά ή ασήμαντα πράγματα. | |mltxt=[[μικρόσοφος]], -ον (Α)<br />ο [[σοφός]] σε μικρά ή ασήμαντα πράγματα. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μῑκρόσοφος:''' мудрый в мелочах Diod. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A wise in small matters, D.S.26.1.
German (Pape)
[Seite 185] in Kleinigkeiten weise, geschickt, D. Sic. 26, 1.
Greek (Liddell-Scott)
μῑκρόσοφος: -ον, ὁ εἰς μικρὰ πράγματα σοφός, Διόδ. 26. 1, Ἐκλογ. 513. 60.
Greek Monolingual
μικρόσοφος, -ον (Α)
ο σοφός σε μικρά ή ασήμαντα πράγματα.
Russian (Dvoretsky)
μῑκρόσοφος: мудрый в мелочах Diod.