κατωπιάω: Difference between revisions
From LSJ
Πρὸς εὖ λέγοντας οὐδὲν ἀντειπεῖν ἔχω → Loquenti bene, quod contradicam, habeo nihil → Wenn einer gut spricht, kenn' ich keinen Widerspruch
(6_2) |
(2b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατωπιάω''': [[ῥίπτω]] [[κάτω]] τὰ βλέμματά μου, ἐπὶ ἵππων, τὸ κατωπιᾶν, [[ὅπερ]] μετ’ ὀλίγον κατηφεῖν λέγει, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 4· Ἐπικ. μετοχ. -ιόων, Κόϊντ. Σμ. 3. 133· πρβλ. [[κατηφέω]]. | |lstext='''κατωπιάω''': [[ῥίπτω]] [[κάτω]] τὰ βλέμματά μου, ἐπὶ ἵππων, τὸ κατωπιᾶν, [[ὅπερ]] μετ’ ὀλίγον κατηφεῖν λέγει, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 4· Ἐπικ. μετοχ. -ιόων, Κόϊντ. Σμ. 3. 133· πρβλ. [[κατηφέω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατωπιάω:''' опускать глаза или лицо Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:20, 31 December 2018
English (LSJ)
A cast the eyes down, of horses, Arist.HA604b11, Porph. Abst.3.7; Ep. part. -ιόων Q.S.3.133.
German (Pape)
[Seite 1407] die Augen niederschlagen aus Beschämung; Arist. H. A. 8, 24; Qu. Sm. 3, 133.
Greek (Liddell-Scott)
κατωπιάω: ῥίπτω κάτω τὰ βλέμματά μου, ἐπὶ ἵππων, τὸ κατωπιᾶν, ὅπερ μετ’ ὀλίγον κατηφεῖν λέγει, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 4· Ἐπικ. μετοχ. -ιόων, Κόϊντ. Σμ. 3. 133· πρβλ. κατηφέω.
Russian (Dvoretsky)
κατωπιάω: опускать глаза или лицо Arst.