συνοχηδόν: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνοχηδόν:''' επίρρ. ([[συνέχω]]), με [[συνοχή]], [[σφιχτά]], σε Ανθ. | |lsmtext='''συνοχηδόν:''' επίρρ. ([[συνέχω]]), με [[συνοχή]], [[σφιχτά]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνοχηδόν:''' adv. собрав вместе, сжимая (ὀχμάζειν τινάς Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 09:48, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv.
A in confinement, AP9.343 (Arch.).
Greek (Liddell-Scott)
συνοχηδόν: Ἐπίρρ. μετὰ συνοχῆς, σφιγκτῶς, Ἀνθολ. Π. 9. 343.
French (Bailly abrégé)
adv.
en tenant étroitement serré.
Étymologie: σύνοχος, -δον.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. με συνοχή, στέρεα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνοχή + επιρρμ. κατάλ. -(η)δόν (πρβλ. βαθμ-ηδόν)].
Greek Monotonic
συνοχηδόν: επίρρ. (συνέχω), με συνοχή, σφιχτά, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
συνοχηδόν: adv. собрав вместе, сжимая (ὀχμάζειν τινάς Anth.).