μακρόπτερος: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340
(23)
(3)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[μακρόπτερος]], -ον)<br />αυτός που έχει μακριές πτέρυγες ή [[μακριά]] πτερύγια.
|mltxt=-η, -ο (Α [[μακρόπτερος]], -ον)<br />αυτός που έχει μακριές πτέρυγες ή [[μακριά]] πτερύγια.
}}
{{elru
|elrutext='''μακρόπτερος:''' длиннокрылый ([[ὄρνις]] Arst.).
}}
}}

Revision as of 09:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακρόπτερος Medium diacritics: μακρόπτερος Low diacritics: μακρόπτερος Capitals: ΜΑΚΡΟΠΤΕΡΟΣ
Transliteration A: makrópteros Transliteration B: makropteros Transliteration C: makropteros Beta Code: makro/pteros

English (LSJ)

ον,

   A long-winged, Arist.PA644a20.

Greek (Liddell-Scott)

μακρόπτερος: -ον, ὁ ἔχων μακρὰς πτέρυγας, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 1. 4, 2.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μακρόπτερος, -ον)
αυτός που έχει μακριές πτέρυγες ή μακριά πτερύγια.

Russian (Dvoretsky)

μακρόπτερος: длиннокрылый (ὄρνις Arst.).