προσέλεκτο: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423
(6)
(nl)
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσέλεκτο:''' γʹ ενικ. Επικ. Παθ. αορ. βʹ του [[προσλέγω]].
|lsmtext='''προσέλεκτο:''' γʹ ενικ. Επικ. Παθ. αορ. βʹ του [[προσλέγω]].
}}
{{elnl
|elnltext=προσέλεκτο aor. 3 sing. van προσλέχομαι.<br />προσέλεκτο ep. aor. van προσλέχομαι.
}}
}}

Revision as of 10:04, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

v. προσλέγομαι.

Greek Monotonic

προσέλεκτο: γʹ ενικ. Επικ. Παθ. αορ. βʹ του προσλέγω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσέλεκτο aor. 3 sing. van προσλέχομαι.
προσέλεκτο ep. aor. van προσλέχομαι.