καταπαλτικός: Difference between revisions

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source
(19)
 
(nl)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταπαλτικός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>βλ.</b> [[καταπελτικός]].
|mltxt=[[καταπαλτικός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>βλ.</b> [[καταπελτικός]].
}}
{{elnl
|elnltext=καταπαλτικός -ή όν [καταπάλτης] van een katapult.
}}
}}

Revision as of 10:28, 31 December 2018

Greek Monolingual

καταπαλτικός, -ή, -όν (Α)
βλ. καταπελτικός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταπαλτικός -ή όν [καταπάλτης] van een katapult.