σωστέον: Difference between revisions
From LSJ
Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt
(6) |
(nl) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σωστέον:''' ρημ. επίθ. του [[σώζω]], πρέπει [[κάποιος]] να σώσει [[κάτι]] ή κάποιον, σε Ευρ. | |lsmtext='''σωστέον:''' ρημ. επίθ. του [[σώζω]], πρέπει [[κάποιος]] να σώσει [[κάτι]] ή κάποιον, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σωστέον [σῴζω] adj. verb. van σῴζω er moet gered worden, er moet behouden worden:. ( ὅπλα ) οὐ λειπτέον τάδ ’, ἀθλίως δὲ σωστέον deze (wapens) moeten niet achtergelaten worden, maar koste wat kost bewaard Eur. HF 1385. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:52, 31 December 2018
Greek Monotonic
σωστέον: ρημ. επίθ. του σώζω, πρέπει κάποιος να σώσει κάτι ή κάποιον, σε Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σωστέον [σῴζω] adj. verb. van σῴζω er moet gered worden, er moet behouden worden:. ( ὅπλα ) οὐ λειπτέον τάδ ’, ἀθλίως δὲ σωστέον deze (wapens) moeten niet achtergelaten worden, maar koste wat kost bewaard Eur. HF 1385.