κλεπτέον: Difference between revisions

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
(5)
(nl)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κλεπτέον:''' ρημ. επίθ. του [[κλέπτω]], αυτό που πρέπει να αποκρυφθεί, σε Σοφ.
|lsmtext='''κλεπτέον:''' ρημ. επίθ. του [[κλέπτω]], αυτό που πρέπει να αποκρυφθεί, σε Σοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=κλεπτέον, adj. verb. van κλέπτω, het moet verhuld worden.
}}
}}

Revision as of 11:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλεπτέον Medium diacritics: κλεπτέον Low diacritics: κλεπτέον Capitals: ΚΛΕΠΤΕΟΝ
Transliteration A: kleptéon Transliteration B: klepteon Transliteration C: klepteon Beta Code: klepte/on

English (LSJ)

   A one must conceal, S.Ph.57.

Greek (Liddell-Scott)

κλεπτέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ κλέψῃ, νὰ κρύψῃ, τόδ’ οὐχὶ κλεπτέον Σοφ. Φιλ. 57.

Greek Monotonic

κλεπτέον: ρημ. επίθ. του κλέπτω, αυτό που πρέπει να αποκρυφθεί, σε Σοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλεπτέον, adj. verb. van κλέπτω, het moet verhuld worden.