ῥῄδιος: Difference between revisions

From LSJ

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source
(6)
(4)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ῥῄδιος:''' Ιων. συνηρ. [[τύπος]] αντί <i>ῥηΐδιος</i>.
|lsmtext='''ῥῄδιος:''' Ιων. συνηρ. [[τύπος]] αντί <i>ῥηΐδιος</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''ῥῄδιος:''' стяж. = [[ῥηΐδιος]].
}}
}}

Revision as of 12:12, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 840] ion., zsgzgn aus ῥηΐδιος, Theogn.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῄδιος: Ἰων. συνῃρ. ἀντὶ ῥηίδιος.

French (Bailly abrégé)

ion. c. ῥᾴδιος.

Greek Monolingual

ία, -ον, Α
ιων. τ. βλ. ράδιος.

Greek Monotonic

ῥῄδιος: Ιων. συνηρ. τύπος αντί ῥηΐδιος.

Russian (Dvoretsky)

ῥῄδιος: стяж. = ῥηΐδιος.