εὐριπώδης: Difference between revisions

From LSJ

χρῆσαι κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς, εἰ κερδανεῖς → use my shame, if any good

Source
(15)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐριπώδης]], -ῶδες (Α) [[εύριπος]]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με τον εύριπο<br /><b>2.</b> αυτός που ζει στον Εύριπο ή γενικά σε πορθμούς.
|mltxt=[[εὐριπώδης]], -ῶδες (Α) [[εύριπος]]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με τον εύριπο<br /><b>2.</b> αυτός που ζει στον Εύριπο ή γενικά σε πορθμούς.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐρῑπώδης:''' <b class="num">1)</b> похожий на Эврип, т. е. бурный (τόποι τῆς θαλάττης Arst.);<br /><b class="num">2)</b> живущий в морском канале, рукаве или узком проливе (sc. ζῷα Arst.).
}}
}}

Revision as of 12:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐρῑπώδης Medium diacritics: εὐριπώδης Low diacritics: ευριπώδης Capitals: ΕΥΡΙΠΩΔΗΣ
Transliteration A: euripṓdēs Transliteration B: euripōdēs Transliteration C: evripodis Beta Code: eu)ripw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A like a Euripus, τόποι Arist. GA763b2.    II living in such a place, Id.HA621b23.

German (Pape)

[Seite 1093] ες, nach Art einer Meerenge; τόποι τῆς θαλάττης Arist. gen. an. 5 extr.; auch von Thieren, τὰ πελάγια καὶ τὰ εὐριπώδη, in den Meerengen lebend, H. A. 9, 37.

Greek (Liddell-Scott)

εὐρῑπώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος τῷ Εὐρίπῳ, τόπος Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 11, 32. ΙΙ. ὁ ζῶν ἐν τοιούτῳ τόπω, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 17.

Greek Monolingual

εὐριπώδης, -ῶδες (Α) εύριπος
1. αυτός που μοιάζει με τον εύριπο
2. αυτός που ζει στον Εύριπο ή γενικά σε πορθμούς.

Russian (Dvoretsky)

εὐρῑπώδης: 1) похожий на Эврип, т. е. бурный (τόποι τῆς θαλάττης Arst.);
2) живущий в морском канале, рукаве или узком проливе (sc. ζῷα Arst.).