ἡγεμονεία: Difference between revisions

From LSJ

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542
(16)
(2b)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡγεμόνεια]], ἡ (Α)<br />θηλ. του Ηγεμονεύς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Θηλ. του <i>ηγεμον</i>-<i>εύς</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ιερ</i>-<i>εύς</i>, <i>ιέρ</i>-<i>εια</i>)].
|mltxt=[[ἡγεμόνεια]], ἡ (Α)<br />θηλ. του Ηγεμονεύς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Θηλ. του <i>ηγεμον</i>-<i>εύς</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ιερ</i>-<i>εύς</i>, <i>ιέρ</i>-<i>εια</i>)].
}}
{{elru
|elrutext='''ἡγεμονεία:''' ἥ v. l. = [[ἡγεμονία]].
}}
}}

Revision as of 12:36, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1149] ἡ, s. ἡγεμονία.

Greek (Liddell-Scott)

ἡγεμονεία: ἡμαρτημ. τύπος ἀντὶ ἡγεμονία.

Greek Monolingual

ἡγεμόνεια, ἡ (Α)
θηλ. του Ηγεμονεύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. του ηγεμον-εύς (πρβλ. ιερ-εύς, ιέρ-εια)].

Russian (Dvoretsky)

ἡγεμονεία: ἥ v. l. = ἡγεμονία.