μελιτουργέω: Difference between revisions

From LSJ

Τἀληθὲς ἀνθρώποισιν οὐχ εὑρίσκεται → Non invenitur veritas ab hominibus → Die Menschen finden das, was wahr ist, nicht heraus

Menander, Monostichoi, 511
(6_2)
(3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μελῐτουργέω''': [[παράγω]] [[μέλι]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 11 (Βεκκῆρ. μελιττ-), ἐν ᾗ (πέτρᾳ) μελιτουργοῦσιν (αἱ [[μέλισσα]]) Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 880˙ - μεταφορ., Εὐστ. Πονημ. 249. 48.
|lstext='''μελῐτουργέω''': [[παράγω]] [[μέλι]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 11 (Βεκκῆρ. μελιττ-), ἐν ᾗ (πέτρᾳ) μελιτουργοῦσιν (αἱ [[μέλισσα]]) Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 880˙ - μεταφορ., Εὐστ. Πονημ. 249. 48.
}}
{{elru
|elrutext='''μελῐτουργέω:''' приготовлять мед (λέγουσι [[τούς]] κηφῆνας μ. [[οὐδέν]] Arst.).
}}
}}

Revision as of 12:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελῐτουργέω Medium diacritics: μελιτουργέω Low diacritics: μελιτουργέω Capitals: ΜΕΛΙΤΟΥΡΓΕΩ
Transliteration A: melitourgéō Transliteration B: melitourgeō Transliteration C: melitourgeo Beta Code: melitourge/w

English (LSJ)

   A make honey, Arist.HA624a21 (leg.μελιττ-).

German (Pape)

[Seite 124] Honig bereiten; Arist. H. A. 9, 40; Schol. Ap. Rh. 1, 880.

Greek (Liddell-Scott)

μελῐτουργέω: παράγω μέλι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 11 (Βεκκῆρ. μελιττ-), ἐν ᾗ (πέτρᾳ) μελιτουργοῦσιν (αἱ μέλισσα) Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 880˙ - μεταφορ., Εὐστ. Πονημ. 249. 48.

Russian (Dvoretsky)

μελῐτουργέω: приготовлять мед (λέγουσι τούς κηφῆνας μ. οὐδέν Arst.).