διείληφα: Difference between revisions
From LSJ
(4) |
(1b) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διείληφα:''' παρακ. του δια-[[λαμβάνω]]. | |lsmtext='''διείληφα:''' παρακ. του δια-[[λαμβάνω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διείληφα:''' pf. к [[διαλαμβάνω]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:40, 31 December 2018
French (Bailly abrégé)
pf. de διαλαμβάνω.
Greek Monotonic
διείληφα: παρακ. του δια-λαμβάνω.
Russian (Dvoretsky)
διείληφα: pf. к διαλαμβάνω.