συνερτικός: Difference between revisions

From LSJ

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source
(39)
(4b)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[συνερκτικός]], -ή, -όν, Α [[συνείρω]]<br />(για ρήτορα) αυτός που συνδέει με [[δεξιοτεχνία]] τον λόγο του και κατατροπώνει τον αντίπαλό του.
|mltxt=και [[συνερκτικός]], -ή, -όν, Α [[συνείρω]]<br />(για ρήτορα) αυτός που συνδέει με [[δεξιοτεχνία]] τον λόγο του και κατατροπώνει τον αντίπαλό του.
}}
{{elru
|elrutext='''συνερτικός:''' безостановочный, неумолкающий (Arph. - v. l. [[συνερκτικός]]).
}}
}}

Revision as of 14:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνερτικός Medium diacritics: συνερτικός Low diacritics: συνερτικός Capitals: ΣΥΝΕΡΤΙΚΟΣ
Transliteration A: synertikós Transliteration B: synertikos Transliteration C: synertikos Beta Code: sunertiko/s

English (LSJ)

   A v. συνερκτικός.

Greek Monolingual

και συνερκτικός, -ή, -όν, Α συνείρω
(για ρήτορα) αυτός που συνδέει με δεξιοτεχνία τον λόγο του και κατατροπώνει τον αντίπαλό του.

Greek Monolingual

και συνερκτικός, -ή, -όν, Α συνείρω
(για ρήτορα) αυτός που συνδέει με δεξιοτεχνία τον λόγο του και κατατροπώνει τον αντίπαλό του.

Russian (Dvoretsky)

συνερτικός: безостановочный, неумолкающий (Arph. - v. l. συνερκτικός).