ἔρειο: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
(4)
(2)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔρειο:''' Επικ. αντί [[ἐροῦ]], προστ. του [[ἔρομαι]].
|lsmtext='''ἔρειο:''' Επικ. αντί [[ἐροῦ]], προστ. του [[ἔρομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἔρειο:''' эп. imper. к [[ἔρομαι]].
}}
}}

Revision as of 14:59, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

ἔρειο: Ἐπ. προστ. τοῦ ἔρομαι (ἐρωτῶ), Ἰλ. Λ. 611.

French (Bailly abrégé)

2ᵉ sg. impér. prés. de ἔρομαι.

English (Autenrieth)

see ἔρομαι.

Greek Monotonic

ἔρειο: Επικ. αντί ἐροῦ, προστ. του ἔρομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἔρειο: эп. imper. к ἔρομαι.