γρηῦς: Difference between revisions
From LSJ
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''γρηῦς:''' γρηΰς, Ιων. και Επικ. αντί [[γραῦς]]. | |lsmtext='''γρηῦς:''' γρηΰς, Ιων. και Επικ. αντί [[γραῦς]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γρηῦς:''' и [[γρῆϋς]] ἡ эп. = [[γραῦς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:08, 31 December 2018
English (LSJ)
γρηΰς, Ion. and Ep. for γραῦς.
German (Pape)
[Seite 506] ἡ, ion. = γραῦς.
Greek (Liddell-Scott)
γρηῦς: γρηῡς, Ἰων. καὶ Ἐπ. ἀντὶ γραῦς.
English (Autenrieth)
dat. γρηί, voc. γρηῦ and γρῆυ: old woman.
Spanish (DGE)
γρηΰς v. γραῦς.
Greek Monotonic
γρηῦς: γρηΰς, Ιων. και Επικ. αντί γραῦς.