ἅδον: Difference between revisions
From LSJ
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἅδον:''' Επικ. αντί [[ἕαδον]], αόρ. βʹ του [[ἁνδάνω]]. | |lsmtext='''ἅδον:''' Επικ. αντί [[ἕαδον]], αόρ. βʹ του [[ἁνδάνω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἅδον:''' (ᾰ) эп. aor. 2 к [[ἁνδάνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:36, 31 December 2018
English (LSJ)
Ep. for ἕαδον, aor. 2 of ἁνδάνω.
Greek (Liddell-Scott)
ἅδον: Ἐπ., ἀντὶ τοῦ ἕαδον· ἀόρ. β΄ τοῦ ἁνδάνω.
French (Bailly abrégé)
ao.2 épq. de ἁνδάνω.
English (Autenrieth)
see ἁνδάνω.
Spanish (DGE)
ἀρέσκειαν σημαίνει καὶ γνώμην· ἢ κόρον ἢ κόπον EMα 265 (cf. prob. 1 ἅδος y 2 ἅδος).
v. ἁνδάνω.
Greek Monotonic
ἅδον: Επικ. αντί ἕαδον, αόρ. βʹ του ἁνδάνω.
Russian (Dvoretsky)
ἅδον: (ᾰ) эп. aor. 2 к ἁνδάνω.