ἆλτο: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
(2)
(1)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἆλτο:''' γʹ ενικ. Επικ. αορ. βʹ του [[ἅλλομαι]].
|lsmtext='''ἆλτο:''' γʹ ενικ. Επικ. αορ. βʹ του [[ἅλλομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἆλτο:''' эп. (syncop.) 3 л. sing. aor. к [[ἅλλομαι]].
}}
}}

Revision as of 15:56, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 110] s. ἅλλομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἆλτο: ἴδε ἐν λ. ἄλλομαι.

English (Autenrieth)

see ἅλλομαι.

Greek Monotonic

ἆλτο: γʹ ενικ. Επικ. αορ. βʹ του ἅλλομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἆλτο: эп. (syncop.) 3 л. sing. aor. к ἅλλομαι.