Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
Menander, Monostichoi, 92
German (Pape)
[Seite 110] s. ἅλλομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἆλτο: эп. (syncop.) 3 л. sing. aor. к ἅλλομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἆλτο: ἴδε ἐν λ. ἄλλομαι.
English (Autenrieth)
see ἅλλομαι.
Greek Monotonic
ἆλτο: γʹ ενικ. Επικ. αορ. βʹ του ἅλλομαι.