ἁλυκότης: Difference between revisions
From LSJ
Βουλόμεθα πλουτεῖν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Ditescere omnes volumus, at non possumus → Wir wollen alle reich sein, doch wir können's nicht
(3) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἁλυκότης]] (-ητος), η (Α) [[ἁλυκός]]<br />[[αλμυρότητα]], αρμυράδα. | |mltxt=[[ἁλυκότης]] (-ητος), η (Α) [[ἁλυκός]]<br />[[αλμυρότητα]], αρμυράδα. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἁλῠκότης:''' ητος (ᾰ) ἡ соленость Arst., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A saltness, Arist.Fr. 217, Thphr. CP2.5.4, Mnesith. ap. Ath.3.92b.
German (Pape)
[Seite 110] ητος, ἡ, Salzigkeit, Theophr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλῠκότης: -ητος, ἡ, ἁλμυρότης, Ἀριστ. Ἀποσπ. 209, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 2. 5, 4.
Spanish (DGE)
(ἁλῠκότης) -ητος, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
salinidaddel mar, Arist.Fr.217, Thphr.CP 2.5.4, de ciertos pescados, Mnesith.Ath.36, cf. Gal.5.108.
Greek Monolingual
ἁλυκότης (-ητος), η (Α) ἁλυκός
αλμυρότητα, αρμυράδα.
Russian (Dvoretsky)
ἁλῠκότης: ητος (ᾰ) ἡ соленость Arst., Plut.