3,277,241
edits
(2) |
(1) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀμέλγω:''' [ᾰ], μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I.</b>[[αρμέγω]] πρόβατα και κατσίκες· <i>[[βόας]]</i>, σε Θεόκρ. — Μέσ. με μεταφ. [[σημασία]], <i>ἀμέλγεσθαι τοὺς ξένους</i>, [[παίρνω]] ό,τι έχουν, τους [[απογυμνώνω]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[μεταγγίζω]] [[γάλα]] από τα ζώα, ἁμ. [[γάλα]], σε Ηρόδ. — Παθ., ὄϊες ἀμελγόμεναι [[γάλα]], έχοντας τραβήξει [[γάλα]] απ' αυτές, γαλακτερές προβατίνες, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[απομυζώ]] όπως το [[γάλα]], [[εξάγω]], ἐκ βοτρύων ξανθὸν ἄμελξε [[γόνος]], σε Ανθ.<br /><b class="num">III.</b> [[πίνω]], σε Θεόκρ. (από τη √<i>ΜΕΛΓ</i>, με το <i>α</i> ως [[πρόθεμα]], προέρχεται επίσης και το <i>ἀμ-μολγεύς</i>· πρβλ. Λατ. MULG-eo). | |lsmtext='''ἀμέλγω:''' [ᾰ], μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I.</b>[[αρμέγω]] πρόβατα και κατσίκες· <i>[[βόας]]</i>, σε Θεόκρ. — Μέσ. με μεταφ. [[σημασία]], <i>ἀμέλγεσθαι τοὺς ξένους</i>, [[παίρνω]] ό,τι έχουν, τους [[απογυμνώνω]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[μεταγγίζω]] [[γάλα]] από τα ζώα, ἁμ. [[γάλα]], σε Ηρόδ. — Παθ., ὄϊες ἀμελγόμεναι [[γάλα]], έχοντας τραβήξει [[γάλα]] απ' αυτές, γαλακτερές προβατίνες, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[απομυζώ]] όπως το [[γάλα]], [[εξάγω]], ἐκ βοτρύων ξανθὸν ἄμελξε [[γόνος]], σε Ανθ.<br /><b class="num">III.</b> [[πίνω]], σε Θεόκρ. (από τη √<i>ΜΕΛΓ</i>, με το <i>α</i> ως [[πρόθεμα]], προέρχεται επίσης και το <i>ἀμ-μολγεύς</i>· πρβλ. Λατ. MULG-eo). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀμέλγω:''' <b class="num">1)</b> доить (μῆλα, αἶγας Hom.; μόσχους Eur.; βόας Theocr.; перен. med. ξένους καρπίμους Arph.): ὄϊες ἀμελγόμεναι [[γάλα]] Hom. овцы, из которых выдаивают молоко;<br /><b class="num">2)</b> выдаивать (τὸ [[γάλα]] Her.; [[γάλα]] [[πολύ]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> выдавливать, выжимать ([[γάνος]] ἐκ βοτρύων Anth.);<br /><b class="num">4)</b> высасывать, выпивать (τὸ [[φάρμακον]] Theocr.). | |||
}} | }} |