ἀμφίτομος: Difference between revisions

From LSJ

πρὸς ἠοίων ἢ ἑσπερίων ἀνθρώπων → from men of the east or of the west

Source
(big3_3)
(1)
Line 10: Line 10:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[de doble filo]], [[βέλεμνον]] A.<i>A</i>.1496, λόγχη E.<i>Hipp</i>.1375, [[βουπλήξ]] Q.S.11.190, Nonn.<i>D</i>.5.14.
|dgtxt=-ον<br />[[de doble filo]], [[βέλεμνον]] A.<i>A</i>.1496, λόγχη E.<i>Hipp</i>.1375, [[βουπλήξ]] Q.S.11.190, Nonn.<i>D</i>.5.14.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμφίτομος:''' обоюдоострый ([[βέλεμνον]] Aesch.; [[ξίφος]], [[λόγχη]] Eur.).
}}
}}

Revision as of 16:20, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 145] zweischneidig, βέλεμνον Aesch. Ag. 1475; λόγχαι Eur. Hipp. 1375; ξίφος El. 164. Ebenso sp. D., z. B. Ap. Rh. 1, 168 πέλεκυς.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίτομος: -ον, ὁ ἑκατέρωθεν τέμνων, δίστομος, βέλεμνον Αἰσχύλ. Ἀγ. 1496· λόγχαι, ξίφη Εὐρ. Ἱππ. 1375, Ἠλ. 164· ἐν τῷ Θησ. Στ. γράφεται παροξυτόνως ἀμφιτόμος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à deux tranchants.
Étymologie: ἀμφί, τέμνω.

Spanish (DGE)

-ον
de doble filo, βέλεμνον A.A.1496, λόγχη E.Hipp.1375, βουπλήξ Q.S.11.190, Nonn.D.5.14.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφίτομος: обоюдоострый (βέλεμνον Aesch.; ξίφος, λόγχη Eur.).