ἀμευσιεπής: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
(3)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμευσιεπής]], -ές, (Α)<br />αυτός που ξεπερνά τα [[λόγια]], [[ευρετικός]], [[επινοητικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμευσι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[ἀμεύομαι]] <span style="color: red;">+</span> -<i>επὴς</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἔπος]].
|mltxt=[[ἀμευσιεπής]], -ές, (Α)<br />αυτός που ξεπερνά τα [[λόγια]], [[ευρετικός]], [[επινοητικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμευσι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[ἀμεύομαι]] <span style="color: red;">+</span> -<i>επὴς</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἔπος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμευσιεπής:''' побеждающий словами, т. е. легко находящий слова ([[φροντίς]] Pind.).
}}
}}

Revision as of 16:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμευσιεπής Medium diacritics: ἀμευσιεπής Low diacritics: αμευσιεπής Capitals: ΑΜΕΥΣΙΕΠΗΣ
Transliteration A: ameusiepḗs Transliteration B: ameusiepēs Transliteration C: amefsiepis Beta Code: a)meusieph/s

English (LSJ)

ές,

   A surpassing words, φροντίς Pi.Fr.24.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμευσιεπής: -ές, φροντίς: «διαλλάσσουσα καὶ ἀμειβομένη τοῖς λόγοις», Ἡσύχ. ― «ἀμευσιεπῆ φροντίδα φησὶ τὴν ταχέως εὑρετικὴν διάνοιαν», Πίνδ. παρ’ Εὐστ. Πονηματ. 56. 86.

English (Slater)

ᾰμευσιεπής
   1 surpassing words, faster than words ἀμευσιεπῆ φροντίδα (ταχέως εὑρετικὴν διάνοιαν, Eustath.) fr. 24.

Spanish (DGE)

-ές

• Prosodia: [ᾰ-]
que responde con palabras φροντίς Pi.Fr.24.

Greek Monolingual

ἀμευσιεπής, -ές, (Α)
αυτός που ξεπερνά τα λόγια, ευρετικός, επινοητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμευσι- (< ἀμεύομαι + -επὴς < ἔπος.

Russian (Dvoretsky)

ἀμευσιεπής: побеждающий словами, т. е. легко находящий слова (φροντίς Pind.).