ἀνθυπάρχω: Difference between revisions

From LSJ

Πόλις γὰρ οὐκ ἔσθ᾽ ἥτις ἀνδρός ἐσθ᾽ ἑνός → The state which belongs to one man is no state at all

Sophocles, Antigone, 737
(4)
(1)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνθυπάρχω]] (Α)<br />έχω αντίθετη ύπαρξη, [[αντίκειμαι]] (όρος της στωικής φιλοσοφίας που απαντά στον Πλούταρχο) («[[οὕτως]] ὑπάρχοντι τῷ λογικῷ χρῆναι τὸ ἄλογον ἀντικεῑσθαι καὶ ἀνθυπάρχειν»).
|mltxt=[[ἀνθυπάρχω]] (Α)<br />έχω αντίθετη ύπαρξη, [[αντίκειμαι]] (όρος της στωικής φιλοσοφίας που απαντά στον Πλούταρχο) («[[οὕτως]] ὑπάρχοντι τῷ λογικῷ χρῆναι τὸ ἄλογον ἀντικεῑσθαι καὶ ἀνθυπάρχειν»).
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνθυπάρχω:''' (у стоиков) быть противоположным, противостоять (τινί Plut.).
}}
}}

Revision as of 16:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθυπάρχω Medium diacritics: ἀνθυπάρχω Low diacritics: ανθυπάρχω Capitals: ΑΝΘΥΠΑΡΧΩ
Transliteration A: anthypárchō Transliteration B: anthyparchō Transliteration C: anthyparcho Beta Code: a)nqupa/rxw

English (LSJ)

   A to be set over against, of ἀντίστοιχα, Stoic. ap. Plu.2.960b.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθυπάρχω: ἔχω ἐναντίαν ὕπαρξιν, οὕτως ὑπάρχοντι τῷ λογικῷ χρῆναι τὸ ἄλογον ἀντικεῖσθαι καὶ ἀνθυπάρχειν Πλούτ. 2. 960Β.

Spanish (DGE)

oponerse a su vez τῷ λογικῷ ... τὸ ἄλογον ἀντικεῖσθαι καὶ ἀνθυπάρχειν Plu.2.960c.

Greek Monolingual

ἀνθυπάρχω (Α)
έχω αντίθετη ύπαρξη, αντίκειμαι (όρος της στωικής φιλοσοφίας που απαντά στον Πλούταρχο) («οὕτως ὑπάρχοντι τῷ λογικῷ χρῆναι τὸ ἄλογον ἀντικεῑσθαι καὶ ἀνθυπάρχειν»).

Russian (Dvoretsky)

ἀνθυπάρχω: (у стоиков) быть противоположным, противостоять (τινί Plut.).