ἀνομοιοβαρής: Difference between revisions
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
(4) |
(1) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (Α [[ἀνομοιοβαρής]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει ίσο [[βάρος]] με άλλον, [[ανισοβαρής]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός του οποίου το [[βάρος]] [[είναι]] άνισα κατανεμημένο. | |mltxt=-ές (Α [[ἀνομοιοβαρής]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει ίσο [[βάρος]] με άλλον, [[ανισοβαρής]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός του οποίου το [[βάρος]] [[είναι]] άνισα κατανεμημένο. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνομοιοβᾰρής:''' неодинакового веса Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A of unevenly distributed weight, Arist.Cael.273b23.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνομοιοβᾰρής: -ές, ὁ ἔχων ἄνισον βάρος, Ἀριστ. Οὐρ. 1. 6, 8.
Spanish (DGE)
-ές
que tiene el peso desigualmente distribuido τὸ μέγεθος Arist.Cael.273b23.
Greek Monolingual
-ές (Α ἀνομοιοβαρής)
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει ίσο βάρος με άλλον, ανισοβαρής
αρχ.
αυτός του οποίου το βάρος είναι άνισα κατανεμημένο.
Russian (Dvoretsky)
ἀνομοιοβᾰρής: неодинакового веса Arst.