ἀσκεπής: Difference between revisions
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
(6) |
(1b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἀσκεπής]], -ές)<br /><b>1.</b> ο [[ασκέπαστος]], ο [[ακάλυπτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει ακάλυπτο το [[κεφάλι]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> -<i>σκεπής</i> <span style="color: red;"><</span> [[σκέπας]], [[σκέπος]]. | |mltxt=(AM [[ἀσκεπής]], -ές)<br /><b>1.</b> ο [[ασκέπαστος]], ο [[ακάλυπτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει ακάλυπτο το [[κεφάλι]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> -<i>σκεπής</i> <span style="color: red;"><</span> [[σκέπας]], [[σκέπος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀσκεπής:''' непокрытый ([[κάρηνον]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ές, = foreg., Lyr.Alex.Adesp.7.17, AP5.259 (Paul. Sil.), Nonn.D.46.279, al.;
A γυμνὸς καὶ ἀ. Max.Tyr.2.4. 2 not covering, ἀ. νεφέων γυμνούμενος ἀήρ Nonn.D.22.214:—also ἄσκεπος, ον, defenceless, Amynt.Epigr. in POxy. 662.37; bare-headed, Ps.-Luc.Philopatr. 21.
German (Pape)
[Seite 371] ές, dass., κάρηνον Paul. Sil. 34 (V, 260).
Spanish (DGE)
-ές
1 descubierto, desprotegido μέλισσαι ... ἀσκεπεῖς de unas abejas que elaboran la miel sin protección (fuera del panal) Lyr.Alex.Adesp.7.17, καρκινάδες de unos cangrejos que nacen sin caparazón, Opp.H.1.321, κάρηνον AP 5.260 (Paul.Sil.)
•de un palacio sin techo, AP 9.656.5, δέμας Nonn.D.48.116, μαζοί Nonn.D.46.279, μηρός Nonn.D.48.655, τὰ θεοῦ γνωρίσματα Lyd.Mag.3.59.
2 que ya no cubre φαίνεται ἀσκεπέων νεφέων γυμνούμενος ἀήρ Nonn.D.22.214, ἁρπαμένου ἀσκεπέος σκοπέλοιο Nonn.D.48.41.
Greek Monolingual
(AM ἀσκεπής, -ές)
1. ο ασκέπαστος, ο ακάλυπτος
2. αυτός που έχει ακάλυπτο το κεφάλι του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -σκεπής < σκέπας, σκέπος.
Russian (Dvoretsky)
ἀσκεπής: непокрытый (κάρηνον Anth.).