ἀσθενικός: Difference between revisions
λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead
(6) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και αστενικός, -ή, -ό (AM [[ἀσθενικός]], -ή, -όν) [[ασθενής]]<br /><b>1.</b> ο [[φιλάσθενος]], αυτός που εύκολα αρρωσταίνει<br /><b>2.</b> ο [[ανίσχυρος]]<br /><b>3.</b> αυτός που προκαλεί ασθένειες. | |mltxt=και αστενικός, -ή, -ό (AM [[ἀσθενικός]], -ή, -όν) [[ασθενής]]<br /><b>1.</b> ο [[φιλάσθενος]], αυτός που εύκολα αρρωσταίνει<br /><b>2.</b> ο [[ανίσχυρος]]<br /><b>3.</b> αυτός που προκαλεί ασθένειες. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀσθενικός:''' слабосильный, болезненный, хилый Arst., Luc., Diog. L. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A weakly, παιδίον Arist.HA587a20, Timo 26.1, Luc.Tox.19. Adv. -κῶς, αἰσθάνεσθαι Arist.Insomn.462a20.
German (Pape)
[Seite 370] schwächlich, Arist. H. A. 5, 14; Luc. Tox. 19.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσθενικός: -ή, -όν, ὁ μὴ σθεναρός, πάσχων, ἀδύνατος, φιλάσθενος, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 7. 10. 3, Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 2. 55. ― Ἐπίρρ. -κῶς, ἐλαφρῶς, Ἀριστ. περὶ Ἐνυπν. 3. 17.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 enfermizo τὸ παιδίον Arist.HA 587a20, βίος Ptol.Tetr.4.9.12, cf. 3.5.6, 13.16, Luc.Tox.19
•fig. flojo de los escritos de Jenofonte, Timo SHell.800.
2 adv. -ῶς débilmente en el sueño αἰσθάνεσθαί πῃ ... ἀ. μέντοι Arist.Insomn.462a20.
Greek Monolingual
και αστενικός, -ή, -ό (AM ἀσθενικός, -ή, -όν) ασθενής
1. ο φιλάσθενος, αυτός που εύκολα αρρωσταίνει
2. ο ανίσχυρος
3. αυτός που προκαλεί ασθένειες.
Russian (Dvoretsky)
ἀσθενικός: слабосильный, болезненный, хилый Arst., Luc., Diog. L.