αὐτόπολις: Difference between revisions

From LSJ

δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything

Source
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αὐτόπολις:''' ἡ, ελεύθερη πόλη, ανεξάρτητη, σε Θουκ.
|lsmtext='''αὐτόπολις:''' ἡ, ελεύθερη πόλη, ανεξάρτητη, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''αὐτόπολις:''' εως ἡ автономное государство Thuc.
}}
}}

Revision as of 17:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτόπολις Medium diacritics: αὐτόπολις Low diacritics: αυτόπολις Capitals: ΑΥΤΟΠΟΛΙΣ
Transliteration A: autópolis Transliteration B: autopolis Transliteration C: aftopolis Beta Code: au)to/polis

English (LSJ)

πόλις

   A free, independent state, Th.5.79.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτόπολις: πόλις, ἐλευθέρα, ἀνεξάρτητος πόλις, Θουκ. 5. 79.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
cité libre se régissant par elle-même.
Étymologie: αὐτός, πόλις.

Spanish (DGE)


libre, independiente de ciu. αὐτόνομοι καὶ αὐτοπόλιες Trat. en Th.5.79.

Greek Monolingual

αὐτόπολις, η (Α)
ελεύθερη, ανεξάρτητη πόλη.

Greek Monotonic

αὐτόπολις: ἡ, ελεύθερη πόλη, ανεξάρτητη, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

αὐτόπολις: εως ἡ автономное государство Thuc.