γλαυκόχρως: Difference between revisions
From LSJ
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
(big3_10) |
(1b) |
||
Line 5: | Line 5: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-χροος<br />[[de color brillante]], [[verde blanquecino o grisáceo]] ᾧ ... ἀμφὶ κόμαισι βάλῃ γλαυκόχροα κόσμον ἐλαίας Pi.<i>O</i>.3.13, γλαυκόχροα θαλλὸν ἐλαίης Nonn.<i>D</i>.22.72. | |dgtxt=-χροος<br />[[de color brillante]], [[verde blanquecino o grisáceo]] ᾧ ... ἀμφὶ κόμαισι βάλῃ γλαυκόχροα κόσμον ἐλαίας Pi.<i>O</i>.3.13, γλαυκόχροα θαλλὸν ἐλαίης Nonn.<i>D</i>.22.72. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γλαυκόχρως:''' οος adj. зеленоватый, светло-зеленый ([[ἐλαία]] Pind.). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:04, 31 December 2018
English (Slater)
γλαυκόχρως
1 grey-coloured, silver-grey cf. Leumann, Hom. Wörter, 152. γλαυκόχροα κόσμον ἐλαίας (O. 3.13) cf. Bacch. 11. 29.
Spanish (DGE)
-χροος
de color brillante, verde blanquecino o grisáceo ᾧ ... ἀμφὶ κόμαισι βάλῃ γλαυκόχροα κόσμον ἐλαίας Pi.O.3.13, γλαυκόχροα θαλλὸν ἐλαίης Nonn.D.22.72.
Russian (Dvoretsky)
γλαυκόχρως: οος adj. зеленоватый, светло-зеленый (ἐλαία Pind.).