γεύμεθα: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
(3)
(1b)
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γεύμεθα:''' ποιητ. αʹ πληθ. του <i>γευόμεθα</i>, Μέσ. παρακ. του [[γεύω]].
|lsmtext='''γεύμεθα:''' ποιητ. αʹ πληθ. του <i>γευόμεθα</i>, Μέσ. παρακ. του [[γεύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''γεύμεθα:''' дор. (= γευόμεθα) 1 л. pl. praes. med. к [[γεύω]].
}}
}}

Revision as of 18:04, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

1ᵉ pl. prés. contr. de γεύω.

Greek Monotonic

γεύμεθα: ποιητ. αʹ πληθ. του γευόμεθα, Μέσ. παρακ. του γεύω.

Russian (Dvoretsky)

γεύμεθα: дор. (= γευόμεθα) 1 л. pl. praes. med. к γεύω.