διαλελαμμένος: Difference between revisions
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
(nl) |
(1b) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=διαλελαμμένος ptc. perf. m. van διαλαμβάνω. | |elnltext=διαλελαμμένος ptc. perf. m. van διαλαμβάνω. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διαλελαμμένος:''' ион., διαλελημμένος атт. part. pf. pass. к [[διαλαμβάνω]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 18:32, 31 December 2018
French (Bailly abrégé)
part. pf. Pass. ion. de διαλαμβάνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαλελαμμένος ptc. perf. m. van διαλαμβάνω.
Russian (Dvoretsky)
διαλελαμμένος: ион., διαλελημμένος атт. part. pf. pass. к διαλαμβάνω.