διασαλακωνίζω: Difference between revisions
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
(4) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διασᾰλᾰκωνίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, επιτετ. [[τύπος]] αντί [[σαλακωνεύω]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''διασᾰλᾰκωνίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, επιτετ. [[τύπος]] αντί [[σαλακωνεύω]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διασᾰλᾰκωνίζω:''' v. l. δια-[[σαικωνίζω]] идти вихляющей походкой Arph. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:32, 31 December 2018
English (LSJ)
strengthd. for σαλακωνίζω, Ar.V.1169; but perh. better διασαικωνίζω, cf. Id.Fr.849.
German (Pape)
[Seite 601] = σαλακωνίζω; Ar. Vesp. 1169; vgl. Scholl.
Greek (Liddell-Scott)
διασᾰλᾰκωνίζω: ἐπιτεταμ. σαλακωνίζω, Ἀριστοφ. Σφ. 1169.
Spanish (DGE)
(διασᾰλᾰκωνίζω) caminar contoneándose Ar.V.1169, Hsch.
Greek Monotonic
διασᾰλᾰκωνίζω: μέλ. -σω, επιτετ. τύπος αντί σαλακωνεύω, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
διασᾰλᾰκωνίζω: v. l. δια-σαικωνίζω идти вихляющей походкой Arph.