δύσθνητος: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it

Source
(big3_12)
 
(2)
Line 1: Line 1:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[de agonía]], [[agonizante]] στέρνων δ' ἄπο φύσημ' ἀνεὶς δύσθνητον E.<i>Ph</i>.1438 (cód., pero v. [[δύστλητος]]).
|dgtxt=-ον<br />[[de agonía]], [[agonizante]] στέρνων δ' ἄπο φύσημ' ἀνεὶς δύσθνητον E.<i>Ph</i>.1438 (cód., pero v. [[δύστλητος]]).
}}
{{elru
|elrutext='''δύσθνητος:''' смертный: [[φύσημα]] δύσθνητον Eur. хрипение умирающего.
}}
}}

Revision as of 19:00, 31 December 2018

Spanish (DGE)

-ον
de agonía, agonizante στέρνων δ' ἄπο φύσημ' ἀνεὶς δύσθνητον E.Ph.1438 (cód., pero v. δύστλητος).

Russian (Dvoretsky)

δύσθνητος: смертный: φύσημα δύσθνητον Eur. хрипение умирающего.